< δυσνίκητος
δύσνιπτος >
Δυσνίκητος
,
-ου, ὁ
• Alolema(s):
Δυνν-
IG
2
2
.1436.13 (IV a.C.)
Disniceto
arconte de Atenas en 370/69 a.C.
IG
l.c., D.46.13, D.S.15.57.