< Δριλοφυλλῖται
Δριλώνιος >
Δρίλων
,
-ωνος, ὁ
• Prosodia:
[-ῐ-]
Drilón
río de Iliria, actual Drin, Call.
Fr
.744, Nic.
Th
.607, Str.7.5.7, Ptol.
Geog
.2.16.3, 4, St.Byz.s.u.
Δυρράχιον
.