< δραγμή
δραγμίς >
Δράγμιος
,
-α, -ον
• Alolema(s):
Δραγμίτης
dragmio
o
dragmita
ét. de Dragmo, Xenio 4,
ICr
.3.4.9.58, 68 (Itano II a.C.).