< δούλωτος
Δουμαίθα >
Δουμαθηνός
,
-ή, -όν
• Alolema(s):
Δουματηνός
Porph.
Abst
.2.56
dumateno
ét. de Dumata o Dúmata, Porph.l.c., Glauc.
Ar
.2.