Δουλῐχιεύς, -έως
• Alolema(s): Δουλιχιήτης St.Byz.s.u. Δουλίχιον; Δουλιχιώτης St.Byz.l.c.; fem. Δουλιχίς St.Byz.l.c.
• Morfología: [ac. -ιῆα Od.18.127, gen. -ιῆος Od.18.395]


Duliquieo ét. de Duliquion Od.18.424, ll.cc., Paus.6.15.7, St.Byz.l.c.