< Δομιτία
Δομιτιανός >
Δομιτιανή
,
-ῆς, ἡ
• Alolema(s):
tb.
Δομετιανή
Domiciana
, otro n. de Alejandría en Egipto, St.Byz.s.u.
Ἀλεξάνδρειαι
.