< Δολίονες
Δολιονίς >
Δολῑόνιος
,
-η, -ον
1
dolionio
,
de los doliones
δῆμος
A.R.1.1029,
γυναῖκες
A.R.1.1070.
2
subst. ἡ Δ.
Dolionia
territorio de los doliones, A.R.2.765.