< Δολοβέλλας
Δόλογκος >
Δολόγκιος
,
-α, -ον
• Alolema(s):
tb.
Δολογκιάδης
y
Δολογκιάς
St.Byz.s.u.
Δόλογκοι
dolonquio
ét. de los doloncos de Tracia, St.Byz.l.c.