Δοκιμεύς, -έως


docimeo ét. de Δοκίμεια MAMA 4.140 (Galacia III d.C.), St.Byz.s.u. Δοκίμειον, ἡ Δοκιμέων πό(λις) MAMA 4.13 (Docimeo IV d.C.).