< διτάλαντος
Διτιζήλη >
Διτάλκης
,
-ου, ὁ
• Alolema(s):
Διτάλκων
App.
Hisp
.74
Ditalces
hispano, uno de los asesinos de Viriato, 139 a.C.
, D.S.33.21, App.l.c.