Διοσκουρίτης, -ου, ὁ


Dioscurita

1 ét. de Διοσκουριάς 2 St.Byz.s.u. Διοσκουριάς.

2 plu. ἡ Διοσκουριτῶν συμβίωσις prob. asociación consagrada al culto de los Dioscuros en Pérgamo CIG 3540.1.