< Διοσιερίτης
διοσκέω >
Διοσιερῖτις
,
-ιδος
Dioshieritis
ét. fem. de Διὸς ἱερόν en Jonia ἡ Δ. χώρα
el territorio de Dioshieron
,
IClaros
1.M.1.22 (II a.C.).