< διονυσία
Διονύσια >
Διονυσία
,
-ας, ἡ
Dionisia
1
n. de una sirvienta, Plu.2.80e.
2
ciu. de Italia, St.Byz., cf. tb. Διονυσιάς.
3
tribu de Alejandría, Satyr.Hist.1.