< Διομειάς
Διομένεια >
Διομειεύς
,
-έως, ὁ
diomeo
ét. de Diomeas,
Ath.Council
.38.70,
IG
2
2
.3073.5 (ambas IV a.C.), Plu.2.852a, St.Byz.s.u.
Διόμεια
.