Διοδώρειος, -ον
1 diodoreo, de Diodoro
σοφίηAP 6.348 (Diod.Tars.?).
2 οἱ Διοδώρειοι Diodoreos asociación rodia fundada por un cierto Diodoro NSRC 40.2 (I a.C.),
Ἀθαναϊσταὶ Λινδιασταὶ ΔιοδώρειοιNSRC 41.4.
σοφίηAP 6.348 (Diod.Tars.?).
Ἀθαναϊσταὶ Λινδιασταὶ ΔιοδώρειοιNSRC 41.4.