< δικαιαρχία
Δικαίαρχος >
Δικαιαρχικός
,
-ή, -όν
diceárquico
, e.e.
al estilo del filósofo Dicearco
de Mesina
εἶδος πολιτείας ... ὃ καὶ καλεῖ Δ.
Dicaearch.Phil.71.