< Δικαιαρχείτης
δικαιαρχία >
Δικαιαρχεύς
,
-έως, ὁ
• Alolema(s):
plu.
Δικαιαρχῖται
Plb.3.91.4
• Grafía:
graf. δικαιαρειτης St.Byz.s.u.
Δικαιάρχεια
dicearqueo
ét. de Dicearquea, D.S.4.22, Plb.l.c., St.Byz.l.c.