< διακρατύνω
διακρέκω >
Διακρεῖς
,
-έων, οἱ
• Alolema(s):
-κριεῖς
EM
268.3G., St.Byz.s.u.
Διακρία
diacrios
,
habitantes de Diacria
en el Ática, Hsch.,
EM
l.c., St.Byz.l.c.