Δημοκρίτειος, -ον


1 democriteo, de Demócrito de Abdera τὴν περὶ φύσεως πραγματείαν Δημοκρίτειον προσαγορεύεσθαι Plu.2.1108e, φιλοσοφία S.E.P.1.213.

2 de pers. seguidor de Demócrito αὐτὸς ἑαυτὸν ἀνηγόρευε Δημοκρίτειον ὁ Ἐπίκουρος Plu.2.1108e, οἱ Πυθαγόρειοι μὲν ... Πυθαγόρου ὤνηντο, οἱ Δημοκρίτειοι δὲ ... πολλῶν ἀπέλαυσαν Ael.VH 12.25, τέταρτος (Βίων) Δ. καὶ μαθηματικός D.L.4.58, Βῶλος ὁ Δ. St.Byz.s.u. Ἄψυνθος.