< Δερεάτης
δέρεθρον >
Δερεᾶτις
,
-ιδος, ἡ
Dereátide
epít. de Ártemis en Dera o Dereon, en Laconia, Paus.3.20.7, Hdn.Gr.1.106, Hsch.
κ
379, St.Byz.s.u.
Δέρα
.