< Δέρβη
Δέρβικες >
Δερβήτης
,
-ου, ὁ
• Alolema(s):
Δερβείτης
St.Byz.s.u.
Δέρβη
Derbeta
ét. de Derba, dicho de Antípatro, tirano de Derba
BRL
2.248.2 (I a.C.), Str.12.6.3, St.Byz.l.c.