< Δεκελειόθεν
Δέκελος >
Δεκελεύς
,
-έως, ὁ
• Alolema(s):
Δεκελειεύς
Lys.23.3, 4, St.Byz.s.u.
Δεκέλεια
deceleo
,
del demo de Decelia
Hdt.9.73, Lys.l.c., Paus.1.29.5.