< Δαύνιος
δαυνίς >
Δαυνιοτειχίτης
,
-ου, ὁ
dauniotiquita
ét. de Δ. τεῖχος
IG
1
3
.270.1.36 (V a.C.), St.Byz.s.u.
Δαύνιον
.