Δασκυλίτης, -ου
• Alolema(s): fem. Δασκυλῖτις, tb. Δασκύλιος
dascilita, dascilio ét. de Dascilion, St.Byz.s.u. Δασκύλιον
•
Δασκυλῖτις γῆterritorio de la ciu. de Dascilion en Frigia, D.H.1.47
•
Δασκυλῖτις λίμνηlago de Dascilion en Frigia, actual Manyas, Hecat.217, Str.12.8.10, Plu.Luc.9
•
Δασκυλῖτις σατραπείαsatrapía de Dascilion Th.1.129.