< Δαρζάλεια
Δάρης >
Δαρηνός
,
-ή, -όν
• Alolema(s):
Δαραῖος
St.Byz.s.u.
Δαραί
dareno
,
dareo
ét. de Daras, St.Byz.l.c., Phot.
Bibl
.28a.21.