< Δαλδιαῖος
Δάλδις >
Δαλδιανός
,
-οῦ, ὁ
daldiano
ét. de Daldis, Artem.3.66,
TAM
5.1043 (Tiatira),
CEph
.(431)
ACO
1.1.2, p.63.4,
Φλαουιοκαισαρεῖς Δαλδιανοί
IEphesos
13.1.10 (I d.C.).