< δαῖσις
Δαΐσκος >
Δαισιτιᾶται
,
-ῶν, οἱ
• Alolema(s):
Δαίσιοι
App.
Ill
.17
desitiatas
o
desios
tribu panonia, Str.7.5.3, App.l.c.