< δαιδαλεύομαι
δαιδᾰλεύτρια >
Δαιδαλεύς
,
-έως, ὁ
dedaleo
ét. de Dédalas y de Dedáleas, St.Byz.s.uu.
Δαίδαλα
,
Δαιδάλεια
.