< γόλανα·
Γολγοθά >
Γόλγιος
,
-α, -ον
golgio
ét. de Golgos, St.Byz.s.u.
Γολγοί
•
ἡ Γολγία
epít. de Afrodita
IChS
219 (VI/V a.C.), St.Byz.s.u.
Γολγοί
.