< †γάμβριον·
γαμβροκτόνος >
Γάμβριον
,
-ου, τό
• Alolema(s):
Γάμβρειον
Ath.30a, St.Byz.;
Γαμβρήιον
St.Byz.s.u.
Γάμβρειον
Gambrion
ciu. al sudoeste de Pérgamo, X.
HG
3.1.6, Ath.30a, poet.(?) en St.Byz.s.u.
Γάμβρειον
.