< γραμμιστός
γραμμοδῐδασκᾰλίδης >
Γραμμῖται
,
-ῶν, οἱ
• Alolema(s):
Γραμμίσιοι
St.Byz.s.u.
Γράμμιον
gramitas
1
ét. de Gramion, St.Byz.s.u.
Γράμμιον
.
2
pueblo celta, St.Byz.s.u.
Γράμμιον
.