< Γόργυρα
γοργύριον >
Γοργυρεύς
,
-έως, ὁ
• Alolema(s):
tb.
Γόργυρος
EM
238.40G.
Gorgireo
o
de las cloacas
epít. de Dioniso, Duris 61,
EM
l.c., cf. γόργυρα.