< γνοτέρα
γνοφ- >
Γνοῦρος
,
-ου, ὁ
• Alolema(s):
Γνύρος
Sud.s.u.
Ἀνάχαρσις
Gnuro
escita, padre de Anacarsis, Hdt.4.76, D.L.1.101.