< Γναθωνάριον
Γναθωνίδης >
Γναθώνειος
,
-ου
gnatónico
,
propio de un Gnatón
, e.e.
de un parásito
ἀναλεύθερον εὖ μάλα καὶ Γναθώνειον
Plu.2.707e.