< γλαυκοειδής
γλαυκόμματος >
Γλαυκοθέα
,
-ας, ἡ
Glaucótea
1
mit., otro n. de la diosa Leucótea
EM
169.11G., cf. Λευκοθέα.
2
madre de Esquines, D.18.130, 284, 19.281, Plu.2.840a, Apollon.
Vit.Aeschin
.2, cf. Γλαυκίς.