< γλαυκισμός
γλαυκοειδής >
Γλαυκοδήμιος
,
-ου, ὁ
glaucodemio
ét. de Γλαύκου δῆμος en Licia (cf. Γλαῦκος
III 10
), St.Byz.s.u.
Γλαύκου δῆμος
.