< γλαυκίδιον
γλαυκίζω >
Γλαυκιεύς
,
-έως
• Alolema(s):
tb.
Γλαυκιώτης
St.Byz.s.u.
Γλαυκία
;
Γλαύκιος
St.Byz.l.c.
glaucio
ét. de Glaucia, St.Byz.l.c.