< Γεροντομανία
Γερόντων λιμήν >
Γεροντομαχία
,
-ας, ἡ
Gerontomaquia
, e.e.
Pelea de viejos
tít. de una comedia de Anaxándrides, Arist.
Rh
.1413
b
26 (prob error por Γεροντομανία q.u.).