< Γερόνθραι
γεροντᾰγωγέω >
Γερονθραταί
,
-ῶν, οἱ
• Alolema(s):
-θρηταί
IG
5(1).1111.28 (Gerontras II a.C.);
Γερανθρᾶται
Paus.3.2.6
gerantratas
ét. de Gerontras, Paus.l.c.,
IG
l.c., 5(1).1112.12, 1113.1.