< γαλλιάριος
Γάλλικα Φλαουία >
Γαλλιενός
,
-οῦ, ὁ
• Alolema(s):
Γαλιῆνος
Porph.
Plot
.4;
Γαλιηνός
Anon.Hist.
FHG
4.194
Galieno
emperador romano, 259-268 d.C., Porph.l.c., Anon.Hist.l.c., Zos.1.38.