< Γαδαλίας
Γάδαμος >
Γαδάμαλα
,
-ων, τά
• Alolema(s):
Γαδάμαρτα
Polyaen.4.6.11
Gadamala
,
Gadamarta
reg. del sur de Media, D.S.19.37, Polyaen.l.c., cf. Γάμαργα.