< Γᾰδειρικός
Γᾰδειρόθεν >
Γαδειρίτης
,
-ου, ὁ
gadirita
,
gaditano
ét. de Gadira, Alex.Polyh.116, Str.2.3.4, 3.4.3, St.Byz.s.u.
Ἄσσηρα
.