< Γάγαι
Γαγασμίρα >
Γαγαῖος
,
-α, -ον
gageo
ét. de Gagas
Γαγαία πόλις
e.e.
Gagas
Scyl.
Per
.100, cf. St.Byz.s.u.
Γάγαι
.