Γαβιρέος, -α, -ον


gabireo σμύρνα Γ. cierta resina o goma gabirea producida por un árbol de Arabia σμύρνα δάκρυόν ἐστι δένδρου γεννωμένου ἐν Ἀραβίᾳ ... Γαβιρέα λιπαρωτάτη Dsc.1.64.