< Γάβα
Γαβαθᾶ >
Γαβαηνοί
,
-ῶν, οἱ
• Alolema(s):
Γαββηνός
Paus.Dam.6
gabaenos
ét. de Γάβα
2
, I.
AI
5.143, 150, 152, Paus.Dam.l.c.