Βῑθῡνίς, -ίδος


I bitínide, de Bitinia ἡ Β. Θρᾴκη Bitinia X.HG 3.2.2, ἅλς A.R.2.730, γαῖα A.R.2.619, νύμφη Μελίη A.R.2.4, D.C.69.11.2, St.Byz.s.u. Βιθυνία.

II subst. ἡ Β.

1 mit. Bitínide madre de Amico, Apollod.1.9.20.

2 Bitinia reg. de Asia Menor, X.HG 3.2.2, cf. Βιθυνία.