< βώκαρος
βωκκαλίς >
Βώκαρος
,
-ου, ὁ
• Alolema(s):
Βωκαλία
Str.9.1.9
Bocaro
arroyo de Salamina, Str.l.c., Lyc.451, Hsch.,
EM
217.40G.