< Βήλαιος
Βηλεσὶ Βιβλάδα >
Βήλεος
,
-ου, ὁ
• Alolema(s):
Βῆλος
St.Byz.s.u.
Ἄκη
Beleo
río de Fenicia, actual Nahr Na‘man, I.
BI
2.189, St.Byz.l.c.