< βαρβᾰρόθῡμος
βαρβαροκτονία >
Βάρβαροι
,
-ων, οἱ
bárbaros
habitantes de Barbaria en el extremo nororiental de África,
Peripl.M.Rubri
2, cf.
βαρβαρικὸν ἔθνος
Marcian.
Peripl
.1.13.