< Βρυγίας
βρυγκός· >
Βρύγιος
,
-α, -ον
• Alolema(s):
tb.
Βριγεύς
brigio
,
brigieo
ét. de Brigias, St.Byz.s.u.
Βρυγίας
y
Βρύγιον
.